- πολυφωνία
- Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί διατυπώθηκαν μεταξύ 12ου και 16ου αι. Με την έννοια αυτή, η π. είναι επινόηση του πολιτισμού της δυτικής Ευρώπης, που μέχρι τον 8o αι. περιοριζόταν, και αυτός, στα πλαίσια της μονοφωνίας, όπου ακουγόταν μια και μόνη μελωδική γραμμή ασυνόδευτη, εκτελούμενη είτε από μια φωνή (ή μουσικό όργανο) είτε από περισσότερες σε ταυτοφωνία. Ο πρώτος σταθμός στην εξέλιξη της π. σημειώνεται κατά τις αρχές του 9ου αι., οπότε εμφανίζεται για πρώτη φορά το όργκανουμ (organum), μέθοδος πολυφωνικής επεξεργασίας, σύμφωνα με την οποία μια γρηγοριανή μελωδία συνοδεύεται από μια δεύτερη μελωδική γραμμή, που κινείται παράλληλα με την πρώτη σε διαστήματα ογδόης, τετάρτης ή πέμπτης. Επόμενοι σταθμοί στάθηκαν το Διάψαλμα (discantus, γνωστό στη Γαλλίαως déchant), που επέτρεπε μια μεγαλύτερη ρυθμική και μελωδική ανεξαρτησία των φωνών, και το ψευδές βάσιμο (fauxbourdon), τρίφωνη πολυφωνική μορφή, που διαδόθηκε στην Αγγλία, σύμφωνα με την οποία η βαθύτερη φωνή (το βάσιμο) διπλασιαζόταν μια οκτάβα ψηλότερα, με αποτέλεσμα να χάσει τον πραγματικό χαρακτήρα του και να γίνει ένα πλαστό, ψεύτικο βάσιμο. Οι πολυφωνικές αυτές μορφές που, με τη μεσολάβηση της αντίστιξης (γνωστής ήδη από τις αρχές του 14ου αι.), εξελίχθηκαν σιγά σιγά, αποκτώντας άπειρες και ποικίλες δυνατότητες, συνετέλεσαν ώστε η π. να ξεφύγει από το αυστηρό πλαίσιο της εκκλησιαστικής μόνο μουσικής, επεκτείνοντας τις εκφραστικές της δυνατότητες και σε μορφές κοσμικής μουσικής, πολλές από τις οποίες έκαναν τότε την εμφάνισή τους για πρώτη φορά, όπως π.χ. τοchansonστη Γαλλία ή η βιλανέλα και η φρότολα στην Ιταλία. Το ανώτατο σημείο άνθησης της π. συμπίπτει με τη δραστηριότητα της φλαμανδικής σχολής τον 15o αι., καθώς και με την τεράστια ανάπτυξη του μαδριγαλιού, σ’ ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, τον 15o και 16o αι.
Ωστόσο, αυτές ακριβώς οι καταπληκτικές δυνατότητες της π. ως μεθόδου μουσικής δημιουργίας (πολυφωνική σύνθεση μέχρι και 36 φωνών) στάθηκαν από τους κυριότερους λόγους εγκατάλειψής της, όταν στις αρχές του 17ου αι. η όπερα, το μελόδραμα και λίγο αργότερα η ενόργανη μουσική, ένοιωσαν ξανά την ανάγκη μιας πιο αυθόρμητης και λιγότερο φορτωμένης μουσικής έκφρασης. Παρόλα αυτά, οι κυριότεροι τρόποι μουσικής έκφρασης του ευρωπαϊκού πνεύματος –ο φωνητικός και ο ενόργανος, ο πολυφωνικός και ο ομοφωνικός– βρήκαν τελικά την εκφραστική τους ισορροπία στις γιγαντιαίες συμφωνικές και χορωδιακές συνθέσεις των μεγάλων συνθετών του μουσικού μπαρόκ Μπαχ και Χέντελ.
Η π., ύστερα από μια ολόκληρη σειρά κρίσεων και μεταμορφώσεων που πέρασε κατά την κλασική και ακόμα περισσότερο κατά τη ρομαντική περίοδο, ξαναβρήκε τη θέση της ως μεθόδου μουσικής δημιουργίας στα έργα των πρωτοποριακών συνθετών του β΄ μισού του 20ού αι., οπότε όμως, από π. μελωδικών γραμμών, έγινε π. ρυθμικών σχημάτων, ηχοχρωμάτων και ηχητικών όγκων, όπως π.χ. στα έργα Διακοπτόμενο τραγούδι του Νόνο, Requiemτου Λιγκέτι, Τετράγωνοτου Στοκχάουζεν κλπ.
Πολυφωνικό έργο του 14ου αιώνα με τον τίτλο «Ήταν σαν να βρίσκεσαι στον παράδεισο» του Λορέντσο ντα Φιρέντσε, από κώδικα του 15ου αιώνα.
* * *η, ΝΜΑ [πολύφωνος]συνήχηση, ποικιλία φωνών ή φθόγγωννεοελλ.1. μουσ. α) μουσική σύνθεση στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα αλλά σε ανεξάρτητες μελωδίεςβ) μουσική σύνθεση στην οποία η αρμονία προέρχεται από πολλά μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική επεξεργασία ενός μουσικού κομματιού2. μτφ. ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο θέμαμσν.το να φωνάζει κανείς πολύμσν.-αρχ.πολυλογίααρχ.ποικιλία τής φωνής, τής γλώσσας, πολυγλωσσία.
Dictionary of Greek. 2013.